θρηνώδη

θρηνώδη
θρηνώδης
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θρηνώδης
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θρηνώδης
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • θρηνολάλος — θρηνολάλος, ον (Α) αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυ λάλος, χρησμο λάλος] …   Dictionary of Greek

  • ιερεμιάδα — η 1. το θρηνώδες άσμα τού προφήτη Ιερεμία 2. η περιγραφή μιας κατάστασης με τρόπο θρηνώδη και μεμψίμοιρο 3. χαρακτηρισμός εφημερίδας τής αντιπολίτευσης η οποία παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση με απόλυτη απαισιοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιερεμίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • ολοφυδνός — ὀλοφυδνός, ή, όν (Α) 1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι] …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ПЯТНИЦА — [Церковнослав. ; греч. ῾Η ἁγία καὶ μεγάλη Παρασκευὴ; лат. Feria VI in Parasceve], пятница Страстной седмицы, один из главных дней церковного календаря, посвященный воспоминанию дня искупительных страданий и Крестной смерти Господа Иисуса Христа.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”